- στύλῳ
- στύ̱λῳ , στῦλοςpillarmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυλώνω — στυλῶ, όω, ΝΑ [στῡλος] στηρίζω κάτι με στύλους, υποστυλώνω νεοελλ. 1. μτφ. (για φαγητά και ποτά) δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, τονώνω, καρδαμώνω («μέ στύλωσε το κρέας που έφαγα») 2. (μέσ. και παθ.) στυλώνομαι α) μένω ακίνητος, ακινητοποιούμαι β) … Dictionary of Greek
Codex Alexandrinus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 02 … Wikipedia
αστύλωτος — η, ο (Α ἀστύλωτος, ον) [στυλώ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στερεωθεί με στύλο ή στύλους («αστύλωτη κληματαριά») 2. εκείνος που δεν έχει στυλωθεί ή που δεν έχει τονωθεί με φαγητό ή ποτό αρχ. (για πλοίο) ανερμάτιστος … Dictionary of Greek
στυλωτός — ή, όν, Α [στυλῶ] αυτός που στηρίζεται με στύλους, στυλωμένος, υποστυλωμένος … Dictionary of Greek
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek
στύλωμα — το, ΝΑ [στυλῶ, ώνω] η στήριξη ενός πράγματος με στύλο, υποστύλωση νεοελλ. μτφ. ενδυνάμωση … Dictionary of Greek
στύλωση — η / στύλωσις, ώσεως, ΝΑ [στυλῶ, ώνω] στήριξη με τη χρήση στύλων, στύλωμα, υποστύλωση … Dictionary of Greek
υποστυλώνω — ὑποστυλῶ, όω, ΝΜΑ στηρίζω κάτι με στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στυλῶ / ώνω «στηρίζω κάτι με στύλους»] … Dictionary of Greek